Σουσού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σουσού οι Σουσούδες
      γενική της Σουσούς των Σουσούδων
    αιτιατική τη Σουσού τις Σουσούδες
     κλητική Σουσού Σουσούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σουσού < σουσού < γαλλική chouchou < chou

Κύριο όνομα

Σουσού θηλυκό

  1. ηρωίδα του θεατρικού έργου Μαντάμ Σουσού (1942) του Δημήτρη Ψαθά
  2. (μειωτικό) σουσού
      […] στο μεγάλο τραπέζι είχαν πάλι μαζευτεί οι συνταξιούχοι διπλωμάτες με τις αλλοδαπές γυναίκες τους. […] —Είναι σκάνδαλο, αγαπητή μου, ακούστηκε να λέει μια Σουσού στα γαλλικά
    Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 217. ISBN 960-04-0042-3.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.