σοδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σοδιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σοδιάζω < ἐσοδιάζω[1] < ελληνιστική κοινή εἰσοδιάζω < εἰσόδιος < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός. Δείτε σοδειά.

Προφορά

ΔΦΑ : /soˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοδιάζω

Ρήμα

σοδιάζω, αόρ.: σόδιασα, παθ.φωνή: σοδιάζομαι, π.αόρ.: σοδιάστηκα, μτχ.π.π.: σοδιασμένος

  1. μαζεύω τη σοδειά και την αποθηκεύω
  2. (κατ’ επέκταση) μαζεύω και κατέχω διάφορα πλούτη

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.