εγκύπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
εγκύπτω < αρχαία ελληνική ἐγκύπτω
Ρήμα
εγκύπτω
- ασχολούμαι με κάτι με ιδιαίτερο ζήλο
- Η κυβέρνηση έχει εγκύψει στο πρόβλημα της ανεργίας.
Μεταφράσεις
εγκύπτω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.