αλαφροσκυμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλαφροσκυμμένος | η | αλαφροσκυμμένη | το | αλαφροσκυμμένο |
| γενική | του | αλαφροσκυμμένου | της | αλαφροσκυμμένης | του | αλαφροσκυμμένου |
| αιτιατική | τον | αλαφροσκυμμένο | την | αλαφροσκυμμένη | το | αλαφροσκυμμένο |
| κλητική | αλαφροσκυμμένε | αλαφροσκυμμένη | αλαφροσκυμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλαφροσκυμμένοι | οι | αλαφροσκυμμένες | τα | αλαφροσκυμμένα |
| γενική | των | αλαφροσκυμμένων | των | αλαφροσκυμμένων | των | αλαφροσκυμμένων |
| αιτιατική | τους | αλαφροσκυμμένους | τις | αλαφροσκυμμένες | τα | αλαφροσκυμμένα |
| κλητική | αλαφροσκυμμένοι | αλαφροσκυμμένες | αλαφροσκυμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αλαφροσκυμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.