ζάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζάλη | οι | ζάλες |
| γενική | της | ζάλης | των | ζαλών |
| αιτιατική | τη | ζάλη | τις | ζάλες |
| κλητική | ζάλη | ζάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζάλη < αρχαία ελληνική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza.li/
Ουσιαστικό
ζάλη θηλυκό
- προσωρινή μείωση της αίσθησης της ισορροπίας
- (κατ’ επέκταση) η νοητική σύγχυση
- (μεταφορικά) η αναστάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.