ζάλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζάλη οι ζάλες
      γενική της ζάλης των ζαλών
    αιτιατική τη ζάλη τις ζάλες
     κλητική ζάλη ζάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάλη < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈza.li/

Ουσιαστικό

ζάλη θηλυκό

  1. προσωρινή μείωση της αίσθησης της ισορροπίας
  2. (κατ’ επέκταση) η νοητική σύγχυση
  3. (μεταφορικά) η αναστάτωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.