ενδυματολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ενδυματολόγος οι ενδυματολόγοι
      γενική του/της ενδυματολόγου των ενδυματολόγων
    αιτιατική τον/την ενδυματολόγο τους/τις ενδυματολόγους
     κλητική ενδυματολόγε ενδυματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδυματολόγος < ένδυμα, ενδύματ-(ος) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

ενδυματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που φτιάχνει ενδύματα / ρούχα για θεατρικές ή τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις
      Είχα μάθει τους ρόλους μου και, καθώς δεν υπήρχε ενδυματολόγος, είχα ράψει φορεματάκια και αγοράσει καπελάκια και ήμουνα φιγουρίνι. (Γράμμα στον Κωστή, Ξένια Καλογεροπούλου, Εκδ. Πατάκη, 2015 )
      Οι σκηνογράφοι και οι ενδυματολόγοι κάνανε την εμφάνισή τους με τη λειτουργία του Εθνικού. Οι πολυπρόσωπες και δαπανηρές παραστάσεις που ανέβαζε απαιτούσαν πλούσια σκηνικά και κοστούμια, που σχεδιάζονταν και κατασκευάζονταν για ... (Εθνικό θέατρο: εξήντα χρόνια σκηνή και παρασκήνιο, Βασίλης Κανάκης, Εκδ. Κάκτος, 1999)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.