σκηνογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκηνογραφικός | η | σκηνογραφική | το | σκηνογραφικό |
| γενική | του | σκηνογραφικού | της | σκηνογραφικής | του | σκηνογραφικού |
| αιτιατική | τον | σκηνογραφικό | τη | σκηνογραφική | το | σκηνογραφικό |
| κλητική | σκηνογραφικέ | σκηνογραφική | σκηνογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκηνογραφικοί | οι | σκηνογραφικές | τα | σκηνογραφικά |
| γενική | των | σκηνογραφικών | των | σκηνογραφικών | των | σκηνογραφικών |
| αιτιατική | τους | σκηνογραφικούς | τις | σκηνογραφικές | τα | σκηνογραφικά |
| κλητική | σκηνογραφικοί | σκηνογραφικές | σκηνογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκηνογραφικός < ελληνιστική κοινή σκηνογραφικός < σκηνογράφος < αρχαία ελληνική σκηνή + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική scénographique[1])
Συγγενικά
- σκηνογραφικά
- → δείτε τις λέξεις σκηνογράφος, σκηνή και γράφω
Μεταφράσεις
σκηνογραφικός
- σκηνογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.