σκηνογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκηνογραφώ < ελληνιστική κοινή σκηνογραφέω / σκηνογραφῶ< αρχαία ελληνική σκηνή + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική scénographier)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.no.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νο‐γρα‐φώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκηνογράφος, σκηνή και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκηνογραφώ | σκηνογραφούσα | θα σκηνογραφώ | να σκηνογραφώ | σκηνογραφώντας | |
| β' ενικ. | σκηνογραφείς | σκηνογραφούσες | θα σκηνογραφείς | να σκηνογραφείς | (σκηνογράφει) | |
| γ' ενικ. | σκηνογραφεί | σκηνογραφούσε | θα σκηνογραφεί | να σκηνογραφεί | ||
| α' πληθ. | σκηνογραφούμε | σκηνογραφούσαμε | θα σκηνογραφούμε | να σκηνογραφούμε | ||
| β' πληθ. | σκηνογραφείτε | σκηνογραφούσατε | θα σκηνογραφείτε | να σκηνογραφείτε | σκηνογραφείτε | |
| γ' πληθ. | σκηνογραφούν(ε) | σκηνογραφούσαν(ε) | θα σκηνογραφούν(ε) | να σκηνογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκηνογράφησα | θα σκηνογραφήσω | να σκηνογραφήσω | σκηνογραφήσει | ||
| β' ενικ. | σκηνογράφησες | θα σκηνογραφήσεις | να σκηνογραφήσεις | σκηνογράφησε | ||
| γ' ενικ. | σκηνογράφησε | θα σκηνογραφήσει | να σκηνογραφήσει | |||
| α' πληθ. | σκηνογραφήσαμε | θα σκηνογραφήσουμε | να σκηνογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | σκηνογραφήσατε | θα σκηνογραφήσετε | να σκηνογραφήσετε | σκηνογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | σκηνογράφησαν σκηνογραφήσαν(ε) |
θα σκηνογραφήσουν(ε) | να σκηνογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκηνογραφήσει | είχα σκηνογραφήσει | θα έχω σκηνογραφήσει | να έχω σκηνογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκηνογραφήσει | είχες σκηνογραφήσει | θα έχεις σκηνογραφήσει | να έχεις σκηνογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκηνογραφήσει | είχε σκηνογραφήσει | θα έχει σκηνογραφήσει | να έχει σκηνογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκηνογραφήσει | είχαμε σκηνογραφήσει | θα έχουμε σκηνογραφήσει | να έχουμε σκηνογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκηνογραφήσει | είχατε σκηνογραφήσει | θα έχετε σκηνογραφήσει | να έχετε σκηνογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκηνογραφήσει | είχαν σκηνογραφήσει | θα έχουν σκηνογραφήσει | να έχουν σκηνογραφήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.