ντουλάπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουλάπι τα ντουλάπια
      γενική του ντουλαπιού των ντουλαπιών
    αιτιατική το ντουλάπι τα ντουλάπια
     κλητική ντουλάπι ντουλάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουλάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolap + < περσική dōlāb دولاب
Ανοιχτό ντουλάπι κουζίνας.

Προφορά

ΔΦΑ : /duˈla.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντουλάπι

Ουσιαστικό

ντουλάπι ουδέτερο

  • ντολάπι (λαϊκότροπο)
  • ντουλάππι (κυπριακά)

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.