σκευοφυλάκιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


Ετυμολογία

σκευοφυλάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκευοφυλάκιον

Ουσιαστικό

σκευοφυλάκιον ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκευοφυλάκιον τὰ σκευοφυλάκι
      γενική τοῦ σκευοφυλακίου τῶν σκευοφυλακίων
      δοτική τῷ σκευοφυλακί τοῖς σκευοφυλακίοις
    αιτιατική τὸ σκευοφυλάκιον τὰ σκευοφυλάκι
     κλητική ! σκευοφυλάκιον σκευοφυλάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκευοφυλακίω
γεν-δοτ τοῖν  σκευοφυλακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκευοφυλάκιον < σκεῦ(ος) + -ο- + φυλάκιον < φυλάττω

Ουσιαστικό

σκευοφυλάκιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.