σκευοφυλακεῖον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
|---|---|---|---|
| Ονομαστική | σκευοφυλακεῖον | σκευοφυλακείω | σκευοφυλακεῖα |
| Γενική | σκευοφυλακείου | σκευοφυλακείοιν | σκευοφυλακείων |
| Δοτική | σκευοφυλακείῳ | σκευοφυλακείοιν | σκευοφυλακείοις |
| Αιτιατική | σκευοφυλακεῖον | σκευοφυλακείω | σκευοφυλακεῖα |
| Κλητική | σκευοφυλακεῖον | σκευοφυλακείω | σκευοφυλακεῖα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.