κόνσεπτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόνσεπτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική concept < λατινική conceptum, ουδέτερο της μετοχής conceptus < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος concipio < capio. Το αντίστοιχο στα αρχαία ελληνικά, συνειλημμένον, του συλλαμβάνω.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.