πασέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πασέτα | οι | πασέτες |
| γενική | της | πασέτας | των | πασετών |
| αιτιατική | την | πασέτα | τις | πασέτες |
| κλητική | πασέτα | πασέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πασέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bassetta < basso < λατινική bassus < αρχαία ελληνική βάσις (αντιδάνειο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.