ὤρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὤρᾱ | αἱ | ὦραι |
| γενική | τῆς | ὤρᾱς | τῶν | ὠρῶν |
| δοτική | τῇ | ὤρᾳ | ταῖς | ὤραις |
| αιτιατική | τὴν | ὤρᾱν | τὰς | ὤρᾱς |
| κλητική ὦ! | ὤρᾱ | ὦραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὤρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὤραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ὤρα < ίσως από οὖρος (φύλακας) χωρίς να αποκλείεται και το ὁράω. Δεν σχετίζεται με την ὥρα με δασεία. Δείτε και -ωρός.
Ουσιαστικό
ὤρα, -ας θηλυκό
- φροντίδα, προσοχή, ενδιαφέρον, μέριμνα
- για το ιωνικό ὤρη ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 4.2
- τὸ δὲ μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων σωφρόνων: δῆλα γὰρ δὴ ὅτι, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο. σφέας μὲν δὴ τοὺς ἐκ τῆς Ἀσίης λέγουσι Πέρσαι ἁρπαζομενέων τῶν γυναικῶν λόγον οὐδένα ποιήσασθαι, Ἕλληνας δὲ Λακεδαιμονίης εἵνεκεν γυναικὸς στόλον μέγαν συναγεῖραι καὶ ἔπειτα ἐλθόντας ἐς τὴν Ἀσίην τὴν Πριάμου δύναμιν κατελεῖν
- οι σοφοί δεν φροντίζουν διόλου για τις γυναίκες που τις άρπαξαν (εχθροί), γιατί αν αυτές δεν ήθελαν, δεν θα τις άρπαζαν. Και τις δικές τους αν άρπαζαν τις γυναίκες από την Ασία, οι Πέρσες δεν θα δημιουργούσαν ζήτημα. Οι Έλληνες όμως για μια Λακεδαιμόνια γυναίκα μάζεψαν ολόκληρο στόλο και ήρθαν στην Ασία και κατέστρεψαν τη δύναμη του Πρίαμου
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων σωφρόνων: δῆλα γὰρ δὴ ὅτι, εἰ μὴ αὐταὶ ἐβούλοντο, οὐκ ἂν ἡρπάζοντο. σφέας μὲν δὴ τοὺς ἐκ τῆς Ἀσίης λέγουσι Πέρσαι ἁρπαζομενέων τῶν γυναικῶν λόγον οὐδένα ποιήσασθαι, Ἕλληνας δὲ Λακεδαιμονίης εἵνεκεν γυναικὸς στόλον μέγαν συναγεῖραι καὶ ἔπειτα ἐλθόντας ἐς τὴν Ἀσίην τὴν Πριάμου δύναμιν κατελεῖν
- για το ιωνικό ὤρη ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 4.2
- ιωνικός τύπος : ὤρη
Συγγενικά
- -ωρός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ωρός στο Βικιλεξικό
- -ουρός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ουρός στο Βικιλεξικό
και
- ὡρεύω
- δυσωρέω
- εὐθύωρος
- ὀλίγωρος, ὀλιγωρία
Πηγές
- ὤρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὤρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.