πόστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πόστο | τα | πόστα |
| γενική | του | πόστου | των | πόστων |
| αιτιατική | το | πόστο | τα | πόστα |
| κλητική | πόστο | πόστα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική posto[1]
Ουσιαστικό
πόστο ουδέτερο
- σημαντική, επίκαιρη θέση, σημείο, μέρος
- ↪ δεν μπορείς να περάσεις εύκολα από εκεί, διότι όλα τα πόστα είναι καλά φυλασσόμενα
- θέση εργασίας, σημείο απασχόλησης, το μέρος όπου τοποθετείται κάποιος εργαζόμενος
- ↪ όποτε πηγαίνω στο μαγαζί σπάνια την βλέπω στο πόστο της
- η καλή θέση εργασίας, το αξίωμα σε μια εταιρεία ή υπηρεσία (ιδίως δημόσια)
- ↪ ήταν πολύ δύσκολο να λάβει την προαγωγή που του άξιζε, διότι όλα τα πόστα ήταν ήδη πιασμένα στο υπουργείο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πόστο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.