σεχταρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεχταρισμός | οι | σεχταρισμοί |
| γενική | του | σεχταρισμού | των | σεχταρισμών |
| αιτιατική | τον | σεχταρισμό | τους | σεχταρισμούς |
| κλητική | σεχταρισμέ | σεχταρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεχταρισμός < σεκταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sectarisme[1] < sectaire + -ισμός < secte < λατινική secta < θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)
Ουσιαστικό
σεχταρισμός αρσενικό
- (πολιτική) η εμμονή στην πολιτική (συνήθως μαρξιστική) ιδεολογική καθαρότητα που οδηγεί στη δημιουργία μικρών (αριστερών) πολιτικών ομάδων χωρίς δυνατότητα άσκησης ευρείας επιρροής
Συγγενικά
Αναφορές
- σεχταρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.