σέχτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σέχτα | οι | σέχτες |
| γενική | της | σέχτας | — | |
| αιτιατική | τη | σέχτα | τις | σέχτες |
| κλητική | σέχτα | σέχτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σέχτα < λατινική secta (οδός), θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)
Μεταφράσεις
σέχτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.