sequor
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈse.kʷor/
Εκφράσεις
- sequitur (=έπεται, είναι επόμενο, ἀνάγκη ἐστί)
Σύνθετα
Κλίση
Γ' συζυγία (αποθετικό) (sequor, secutus sum, sequi)
|
Πηγές
- sequor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.