sector

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

sector (es)

  1. ο τομέας
  2. (υλικό υπολογιστή) ο τομέας μαγνητικού ή οπτικού δίσκου

Πολυλεκτικοί όροι

(πληροφορική)

  • sector στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
sector sectors

Ουσιαστικό

sector (es) αρσενικό

  1. ο τομέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.