σγουρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σγουρός η σγουρή το σγουρό
      γενική του σγουρού της σγουρής του σγουρού
    αιτιατική τον σγουρό τη σγουρή το σγουρό
     κλητική σγουρέ σγουρή σγουρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σγουροί οι σγουρές τα σγουρά
      γενική των σγουρών των σγουρών των σγουρών
    αιτιατική τους σγουρούς τις σγουρές τα σγουρά
     κλητική σγουροί σγουρές σγουρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Πορτρέτο "φαγιούμ" νεαρού άντρα με σγουρά μαλλιά

Ετυμολογία

σγουρός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /zɣuˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σγουρός
ομόηχο: Σγουρός
τονικό παρώνυμο: Σγούρος

Επίθετο

σγουρός, -ή, -ό

  1. που έχει τη φυσική τάση να δημιουργεί καμπύλους σχηματισμούς, μπούκλες ή βοστρύχους
    σγουρά μαλλιά
    σγουρός βασιλικός
  2. σγουρομάλλης, σγουρόμαλλος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.