σγουρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σγουρός | η | σγουρή | το | σγουρό |
| γενική | του | σγουρού | της | σγουρής | του | σγουρού |
| αιτιατική | τον | σγουρό | τη | σγουρή | το | σγουρό |
| κλητική | σγουρέ | σγουρή | σγουρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σγουροί | οι | σγουρές | τα | σγουρά |
| γενική | των | σγουρών | των | σγουρών | των | σγουρών |
| αιτιατική | τους | σγουρούς | τις | σγουρές | τα | σγουρά |
| κλητική | σγουροί | σγουρές | σγουρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Πορτρέτο "φαγιούμ" νεαρού άντρα με σγουρά μαλλιά
Ετυμολογία
- σγουρός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /zɣuˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σγου‐ρός
- ομόηχο: Σγουρός
- τονικό παρώνυμο: Σγούρος
Επίθετο
σγουρός, -ή, -ό
- που έχει τη φυσική τάση να δημιουργεί καμπύλους σχηματισμούς, μπούκλες ή βοστρύχους
- ↪ σγουρά μαλλιά
- ↪ σγουρός βασιλικός
- σγουρομάλλης, σγουρόμαλλος
Συνώνυμα
- κατσαρός
- βοστρυχωτός
- αυτοέλικτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.