σγουρά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zɣuˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σγου‐ρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σγουρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σγουρό, ουδέτερο του σγουρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.