Σγούρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σγούρος | οι | Σγούροι |
| γενική | του | Σγούρου | των | Σγούρων |
| αιτιατική | τον | Σγούρο | τους | Σγούρους |
| κλητική | Σγούρε | Σγούροι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σγούρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /zɣuˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σγου‐ρός
- παρώνυμο: σκούρος
- τονικά παρώνυμα: Σγουρός, σγουρός
-
Δημήτρης Σγούρος στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας πιανίστας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Сгурос
- λατινικοί χαρακτήρες: Sgouros
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.