Σγούρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σγούρος οι Σγούροι
      γενική του Σγούρου των Σγούρων
    αιτιατική τον Σγούρο τους Σγούρους
     κλητική Σγούρε Σγούροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σγούρος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /zɣuˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σγουρός
παρώνυμο: σκούρος
τονικά παρώνυμα: Σγουρός, σγουρός

Κύριο όνομα

Σγούρος αρσενικό (θηλυκό Σγούρου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.