κατσαρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσαρός η κατσαρή το κατσαρό
      γενική του κατσαρού της κατσαρής του κατσαρού
    αιτιατική τον κατσαρό την κατσαρή το κατσαρό
     κλητική κατσαρέ κατσαρή κατσαρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσαροί οι κατσαρές τα κατσαρά
      γενική των κατσαρών των κατσαρών των κατσαρών
    αιτιατική τους κατσαρούς τις κατσαρές τα κατσαρά
     κλητική κατσαροί κατσαρές κατσαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατσαρός < μεσαιωνική ελληνική κατσαρός < αρχαία ελληνική ἀκανθηρός < ἄκανθα

Προφορά

ΔΦΑ : /kat͡saˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατσαρός

Επίθετο

κατσαρός, -ή, -ό

  1. (για μαλλιά) που εμφανίζει κυματισμό ή μπούκλες
  2. (συνεκδοχικά) κατσαρομάλλης

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.