σγουρομάλλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σγουρομάλλης η σγουρομάλλα
σγουρομαλλού
σγουρομαλλούσα
το σγουρομάλλικο
      γενική του σγουρομάλλη της σγουρομάλλας
σγουρομαλλούς
σγουρομαλλούσας
του σγουρομάλλικου
    αιτιατική τον σγουρομάλλη τη σγουρομάλλα
σγουρομαλλού
σγουρομαλλούσα
το σγουρομάλλικο
     κλητική σγουρομάλλη σγουρομάλλα
σγουρομαλλού
σγουρομαλλούσα
σγουρομάλλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σγουρομάλληδες οι σγουρομάλλες
σγουρομαλλούδες
σγουρομαλλούσες
τα σγουρομάλλικα
      γενική των σγουρομάλληδων των
σγουρομαλλούδων
των σγουρομάλλικων
    αιτιατική τους σγουρομάλληδες τις σγουρομάλλες
σγουρομαλλούδες
σγουρομαλλούσες
τα σγουρομάλλικα
     κλητική σγουρομάλληδες σγουρομάλλες
σγουρομαλλούδες
σγουρομαλλούσες
σγουρομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Το θηλυκό σε -ού σπανιότερο.
Συγκρίνετε με το σγουρόμαλλος, σγουρόμαλλη, σγουρόμαλλο.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σγουρομάλλης < σγουρ(ός) + -ο- + -μάλλης (μαλλί)

Προφορά

ΔΦΑ : /zɣu.ɾoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σγουρομάλλης

Επίθετο

σγουρομάλλης, -α/(-ού)/-ούσα, -ικο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.