μπούκλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπούκλα | οι | μπούκλες |
| γενική | της | μπούκλας | — | |
| αιτιατική | την | μπούκλα | τις | μπούκλες |
| κλητική | μπούκλα | μπούκλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπούκλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική boucle + -α < παλαιά γαλλική boucle / bocle < λατινική buccula, υποκοριστικό του bucca, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)
Ουσιαστικό
μπούκλα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)