σατραπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατραπικός η σατραπική το σατραπικό
      γενική του σατραπικού της σατραπικής του σατραπικού
    αιτιατική τον σατραπικό τη σατραπική το σατραπικό
     κλητική σατραπικέ σατραπική σατραπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατραπικοί οι σατραπικές τα σατραπικά
      γενική των σατραπικών των σατραπικών των σατραπικών
    αιτιατική τους σατραπικούς τις σατραπικές τα σατραπικά
     κλητική σατραπικοί σατραπικές σατραπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σατραπικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σατραπικός < σατράπ(ης) + -ικός

Επίθετο

σατραπικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σατραπικός < σατράπ(ης) + -ικός

Επίθετο

σατραπικός

  • σχετικός με τον σατράπη ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.