σατραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σατραπεία | οι | σατραπείες |
| γενική | της | σατραπείας | των | σατραπειών |
| αιτιατική | τη | σατραπεία | τις | σατραπείες |
| κλητική | σατραπεία | σατραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σατραπεία < αρχαία ελληνική σατραπεία < αρχαία ελληνική σατράπης < αρχαία ιρανική *xšaθra-pā/ă- / αρχαία περσική 𐎧𐏁𐏂𐎱𐎠𐎺𐎠 (xšaçapāvā: προστάτης του βασιλείου ή της επαρχίας) < 𐎧𐏁𐏂𐎶 (xšaça-: βασίλειο, επαρχία) + 𐎱𐎠𐎮𐎹 (√pā: προστατεύω)
Ουσιαστικό
σατραπεία θηλυκό
- (ιστορία) (στην αρχαιότητα) επαρχία του περσικού κράτους που τη διοικούσε ένας σατράπης
- το χρονικό διάστημα διακυβέρνησης ενός σατράπη καθώς και το ίδιο το αξίωμά του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σατράπης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.