σατράπικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
σατράπικα < σατράπικος + -α
Μεταφράσεις
σατράπικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σατράπικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σατράπικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.