σαραντάχρονη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαραντάχρονη οι σαραντάχρονες
      γενική της σαραντάχρονης των σαραντάχρονων
    αιτιατική τη σαραντάχρονη τις σαραντάχρονες
     κλητική σαραντάχρονη σαραντάχρονες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαραντάχρονη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σαραντάχρονος

Ουσιαστικό

σαραντάχρονη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.