σιδερώστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδερώστρα | οι | σιδερώστρες |
| γενική | της | σιδερώστρας | των | σιδερωστρών |
| αιτιατική | τη | σιδερώστρα | τις | σιδερώστρες |
| κλητική | σιδερώστρα | σιδερώστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδερώστρα < → λείπει η ετυμολογία
.jpg.webp)
Μια διπλωμένη σιδερώστρα.
Ουσιαστικό
σιδερώστρα θηλυκό
- μακρόστενο επίπεδο αντικείμενο, καλυμμένο με ειδικό ύφασμα, πάνω στο οποίο σιδερώνουμε τα ρούχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.