σιδερικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σιδερικό | τα | σιδερικά |
| γενική | του | σιδερικού | των | σιδερικών |
| αιτιατική | το | σιδερικό | τα | σιδερικά |
| κλητική | σιδερικό | σιδερικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιδερικό < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.