σιδερικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερικό τα σιδερικά
      γενική του σιδερικού των σιδερικών
    αιτιατική το σιδερικό τα σιδερικά
     κλητική σιδερικό σιδερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδερικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σιδερικό ουδέτερο

  1. σιδερένιο αντικείμενο
  2. (αργκό) πιστόλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.