ατμοσίδερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ατμοσίδερο | τα | ατμοσίδερα |
| γενική | του | ατμοσίδερου | των | ατμοσίδερων |
| αιτιατική | το | ατμοσίδερο | τα | ατμοσίδερα |
| κλητική | ατμοσίδερο | ατμοσίδερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατμοσίδερο < ατμο- + σίδερο
Ουσιαστικό
ατμοσίδερο ουδέτερο
- συσκευή σιδερώματος (σίδερο) το οποίο έχει και τη δυνατότητα παραγωγής ατμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.