Σίδερης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σίδερης οι Σιδεραίοι
      γενική του Σίδερη των Σιδεραίων
    αιτιατική τον Σίδερη τους Σιδεραίους
     κλητική Σίδερη Σιδεραίοι
Συγκρίνετε με το Σιδέρης.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπότσαρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σίδερης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ðe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σίδερης
τονικό παρώνυμο: Σιδέρης

Κύριο όνομα

Σίδερης αρσενικό (θηλυκό Σίδερη)

  • Σίδερις (παρωχημένο, καθαρεύουσα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.