trademark
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| trademark | trademarks |
Ουσιαστικό
trademark (en)
- το σήμα, ένα όνομα, σύμβολο ή σχέδιο που χρησιμοποιεί μια εταιρεία για τα προϊόντα της και που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλο
- ↪ an industry/business trademark - βιομηχανικό/εμπορικό σήμα
- το σήμα κατατεθέν, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς ή ντυσίματος που είναι χαρακτηριστικός για κάποιον και που τον κάνει να αναγνωρίζεται εύκολα
- ↪ The leather jacket is a trademark of bikers.
- Tο δερμάτινο μπουφάν είναι το σήμα κατατεθέν των μηχανόβιων.
- ↪ The leather jacket is a trademark of bikers.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.