αριθμόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αριθμόσημο | τα | αριθμόσημα |
| γενική | του | αριθμόσημου & αριθμοσήμου |
των | αριθμόσημων & αριθμοσήμων |
| αιτιατική | το | αριθμόσημο | τα | αριθμόσημα |
| κλητική | αριθμόσημο | αριθμόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριθμόσημο < αριθμ(ός) + -ό- + -σημο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική number sign


Σκάφος του Λιμενικού Σώματος με αριθμόσημο ΛΣ-118.
_(Kiel_54.154).jpg.webp)
Το υποβρύχιο Πρωτεύς με αριθμόσημο S113.
Ουσιαστικό
αριθμόσημο ουδέτερο
- (πληροφορική) number sign: το σύμβολο #, χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση της λέξης «αριθμός»
- (ναυτικός όρος) ο αριθμός που φέρουν ειδικά πλοία σε εμφανή σημεία παράλληλα με το όνομά τους ή αντί ονόματος, όπως τα πολεμικά πλοία, πλοία και σκάφη Υπηρεσιών π.χ. Περιπολικά κ.ά. Λιμενικού Σώματος, Πλοηγίδες, Πυροσβεστικά, Τελωνοφυλακής καθώς και ιδιωτικών εγκαταστάσεων.
Συνώνυμα
- το σύμβολο #: αριθμητικό σήμα, αριθμητικό σύμβολο, καγκελάκι, δίεση
Μεταφράσεις
πληροφορική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.