κωδικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κωδικοποιημένος | η | κωδικοποιημένη | το | κωδικοποιημένο |
| γενική | του | κωδικοποιημένου | της | κωδικοποιημένης | του | κωδικοποιημένου |
| αιτιατική | τον | κωδικοποιημένο | την | κωδικοποιημένη | το | κωδικοποιημένο |
| κλητική | κωδικοποιημένε | κωδικοποιημένη | κωδικοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κωδικοποιημένοι | οι | κωδικοποιημένες | τα | κωδικοποιημένα |
| γενική | των | κωδικοποιημένων | των | κωδικοποιημένων | των | κωδικοποιημένων |
| αιτιατική | τους | κωδικοποιημένους | τις | κωδικοποιημένες | τα | κωδικοποιημένα |
| κλητική | κωδικοποιημένοι | κωδικοποιημένες | κωδικοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κωδικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κωδικοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.