σελάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελάς οι σελάδες
      γενική του σελά των σελάδων
    αιτιατική τον σελά τους σελάδες
     κλητική σελά σελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σελάς < σέλ(α) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /seˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σελάς

Ουσιαστικό

σελάς αρσενικό

  • (λαϊκότροπο, επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σέλες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.