σάρκας

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σάρκας

  1. γενική ενικού του σάρκα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σάρκας θηλυκό

  1. αιτιατική πληθυντικού του σάρξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.