ἄσαρκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄσαρκος τὸ ἄσαρκον οἱ, αἱ ἄσαρκοι τὰ ἄσαρκα
Γενική τοῦ, τῆς ἀσάρκου τοῦ ἀσάρκου τῶν ἀσάρκων τῶν ἀσάρκων
Δοτική τῷ, τῇ ἀσάρκῳ τῷ ἀσάρκῳ τοῖς, ταῖς ἀσάρκοις τοῖς ἀσάρκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄσαρκον τὸ ἄσαρκον τοὺς, τὰς ἀσάρκους τὰ ἄσαρκα
Κλητική ἄσαρκε ἄσαρκον ἄσαρκοι ἄσαρκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀσάρκω
Γενική-Δοτική ἀσάρκοιν

Ετυμολογία

ἄσαρκος < α- στερητικό και σάρξ

Επίθετο

ἄσαρκος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν φέρει ή δεν έχει σάρκα
  2. αυτός που έχει υποστεί σαρκοφαγία

Συνώνυμα

  • σαρκολιπής

Αντώνυμα

ἔνσαρκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.