ἄσαρκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄσαρκος | τὸ ἄσαρκον | οἱ, αἱ ἄσαρκοι | τὰ ἄσαρκα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀσάρκου | τοῦ ἀσάρκου | τῶν ἀσάρκων | τῶν ἀσάρκων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀσάρκῳ | τῷ ἀσάρκῳ | τοῖς, ταῖς ἀσάρκοις | τοῖς ἀσάρκοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄσαρκον | τὸ ἄσαρκον | τοὺς, τὰς ἀσάρκους | τὰ ἄσαρκα |
| Κλητική | ἄσαρκε | ἄσαρκον | ἄσαρκοι | ἄσαρκα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀσάρκω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀσάρκοιν | |||
Συνώνυμα
- σαρκολιπής
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.