σαρκοφυΐα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαρκοφυΐα | οι | σαρκοφυΐες |
| γενική | της | σαρκοφυΐας | των | σαρκοφυϊών |
| αιτιατική | τη | σαρκοφυΐα | τις | σαρκοφυΐες |
| κλητική | σαρκοφυΐα | σαρκοφυΐες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαρκοφυΐα < αρχαία ελληνική σαρκοφυΐα < σαρκοφυέω / σαρκοφυῶ < σαρκο- + -φυῶ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /saɾ.ko.fiˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαρ‐κο‐φυ‐ΐ‐α
Μεταφράσεις
σαρκοφυΐα
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.