εὔσαρκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔσαρκος τὸ εὔσαρκον οἱ, αἱ εὔσαρκοι τὰ εὔσαρκα
Γενική τοῦ, τῆς εὐσάρκου τοῦ εὐσάρκου τῶν εὐσάρκων τῶν εὐσάρκων
Δοτική τῷ, τῇ εὐσάρκῳ τῷ εὐσάρκῳ τοῖς, ταῖς εὐσάρκοις τοῖς εὐσάρκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔσαρκον τὸ εὔσαρκον τοὺς, τὰς εὐσάρκους τὰ εὔσαρκα
Κλητική εὔσαρκε εὔσαρκον εὔσαρκοι εὔσαρκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐσάρκω
Γενική-Δοτική εὐσάρκοιν

Ετυμολογία

εὔσαρκος < εὖ και σάρξ

Επίθετο

εὔσαρκος, -ος, -ον

Συνώνυμα

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.