σαρκοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σαρκοποιός | τὸ | σαρκοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | σαρκοποιοῦ | τοῦ | σαρκοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | σαρκοποιῷ | τῷ | σαρκοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σαρκοποιόν | τὸ | σαρκοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | σαρκοποιέ | σαρκοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σαρκοποιοί | τὰ | σαρκοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | σαρκοποιῶν | τῶν | σαρκοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | σαρκοποιοῖς | τοῖς | σαρκοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | σαρκοποιούς | τὰ | σαρκοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | σαρκοποιοί | σαρκοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαρκοποιώ | τὼ | σαρκοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σαρκοποιοῖν | τοῖν | σαρκοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Πηγές
- σαρκοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.