σαρκοποιός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σαρκοποιός τὸ σαρκοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς σαρκοποιοῦ τοῦ σαρκοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ σαρκοποι τῷ σαρκοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν σαρκοποιόν τὸ σαρκοποιόν
     κλητική ! σαρκοποιέ σαρκοποιόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σαρκοποιοί τὰ σαρκοποιᾰ́
      γενική τῶν σαρκοποιῶν τῶν σαρκοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σαρκοποιοῖς τοῖς σαρκοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς σαρκοποιούς τὰ σαρκοποιᾰ́
     κλητική ! σαρκοποιοί σαρκοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σαρκοποιώ τὼ σαρκοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν σαρκοποιοῖν τοῖν σαρκοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαρκοποιός < σάρξ, σαρκ(ός) + -ο- + -ποιός

Επίθετο

σαρκοποιός, -ος, -ον

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.