σαρκοφθόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ σαρκοφθόρος | τὸ σαρκοφθόρον | οἱ, αἱ σαρκοφθόροι | τὰ σαρκοφθόρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς σαρκοφθόρου | τοῦ σαρκοφθόρου | τῶν σαρκοφθόρων | τῶν σαρκοφθόρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ σαρκοφθόρῳ | τῷ σαρκοφθόρῳ | τοῖς, ταῖς σαρκοφθόροις | τοῖς σαρκοφθόροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν σαρκοφθόρον | τὸ σαρκοφθόρον | τοὺς, τὰς σαρκοφθόρους | τὰ σαρκοφθόρα |
| Κλητική | σαρκοφθόρε | σαρκοφθόρον | σαρκοφθόροι | σαρκοφθόρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | σαρκοφθόρω | |||
| Γενική-Δοτική | σαρκοφθόροιν | |||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.