σαρκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαρκάζω < αρχαία ελληνική σαρκάζω < σάρξ

Ρήμα

σαρκάζω

  1. ειρωνεύομαι σκληρά κάποιον ή κάτι, πχ κάνοντας έντονους μορφασμούς
  2. σατιρίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.