σαρκόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σαρκόω < σάρξ (σαρκο) +
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σαρκῶ   σαρκοῦμαι 
Παρατατικός  ἐσάρκουν   ἐσαρκούμην 
Μέλλοντας  σαρκώσω   σαρκώσομαι/-θήσομαι 
Αόριστος  ἐσάρκωσα   ἐσαρκωσάμην/ἐσαρκώθην 
Παρακείμενος  σαρκώσας ἔχω   - 
Υπερσυντέλικος  -   - 
Συντελ.Μέλλ.  - 

Ρήμα

σαρκόω και σε συναίρεση σαρκῶ

  • εκτρέφω, καθιστώντας κάποιον παχύσαρκο.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • σαρκίζω

Σύνθετα

  • ἐπισαρκῶ
  • κατασαρκῶ

Παράγωγα

Σημειώσεις

Το ρήμα σαρκόω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, δεν απαντάται σε όλους τους χρόνους. ΄[Παλατινή Ανθολογία (9, 742)]

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.