γνέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γνέσιμο | τα | γνεσίματα |
| γενική | του | γνεσίματος | των | γνεσιμάτων |
| αιτιατική | το | γνέσιμο | τα | γνεσίματα |
| κλητική | γνέσιμο | γνεσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣne.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνέ‐σι‐μο
Ουσιαστικό
γνέσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία που εκφράζει το ρήμα γνέθω, η διαδικασία μετατροπής βαμβακιού ή μαλλιού σε νήμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γνέθω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.