γνέσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνέσιμο τα γνεσίματα
      γενική του γνεσίματος των γνεσιμάτων
    αιτιατική το γνέσιμο τα γνεσίματα
     κλητική γνέσιμο γνεσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνέσιμο < γνέθω (αόριστος: έ-γνεσ-α) + -ιμο < μεσαιωνική ελληνική γνέθω < νέω + νήθω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣne.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνέσιμο

Ουσιαστικό

γνέσιμο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.