rocca

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

rocca < λατινική rocca

Ουσιαστικό

rocca

  1. φρούριο, οχυρό
  2. πέτρα, βράχος

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

rocca < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

rocca θηλυκό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική rocca roccae
γενική roccae roccārum
δοτική roccae roccīs
αιτιατική roccam roccās
κλητική rocca roccae
αφαιρετική roccā roccīs
(α' κλίση)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.