μεταρρυθμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταρρυθμιστής | οι | μεταρρυθμιστές |
| γενική | του | μεταρρυθμιστή | των | μεταρρυθμιστών |
| αιτιατική | τον | μεταρρυθμιστή | τους | μεταρρυθμιστές |
| κλητική | μεταρρυθμιστή | μεταρρυθμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταρρυθμιστής < μεταρρυθμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réformateur)
Ουσιαστικό
μεταρρυθμιστής αρσενικό, (θηλυκό μεταρρυθμίστρια)
- αυτός που κάνει μεταρρυθμίσεις
- (θρησκεία) ο οπαδός της Μεταρρύθμισης
Συγγενικά
- μεταρρυθμιστικά
- μεταρρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις μεταρρυθμίζω, μετά, ρυθμίζω και ρυθμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.