ριζοσπαστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ριζοσπαστικά
<
ριζοσπαστικός
+
-ά
Επίρρημα
ριζοσπαστικά
με
ριζοσπαστικό
τρόπο
Μεταφράσεις
ριζοσπαστικά
γαλλικά
:
radicalement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ριζοσπαστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ριζοσπαστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.