ριζοσπαστικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ριζοσπαστικοποιώ < ριζοσπαστικός + -ποιώ
Ρήμα
ριζοσπαστικοποιώ (παθητική φωνή: ριζοσπαστικοποιούμαι)
- οδηγώ κάποιον σε πιο ριζοσπαστικές θέσεις και πρακτικές
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ριζοσπαστικοποιώ | ριζοσπαστικοποιούσα | θα ριζοσπαστικοποιώ | να ριζοσπαστικοποιώ | ριζοσπαστικοποιώντας | |
| β' ενικ. | ριζοσπαστικοποιείς | ριζοσπαστικοποιούσες | θα ριζοσπαστικοποιείς | να ριζοσπαστικοποιείς | (ριζοσπαστικοποίει) | |
| γ' ενικ. | ριζοσπαστικοποιεί | ριζοσπαστικοποιούσε | θα ριζοσπαστικοποιεί | να ριζοσπαστικοποιεί | ||
| α' πληθ. | ριζοσπαστικοποιούμε | ριζοσπαστικοποιούσαμε | θα ριζοσπαστικοποιούμε | να ριζοσπαστικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ριζοσπαστικοποιείτε | ριζοσπαστικοποιούσατε | θα ριζοσπαστικοποιείτε | να ριζοσπαστικοποιείτε | ριζοσπαστικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ριζοσπαστικοποιούν(ε) | ριζοσπαστικοποιούσαν(ε) | θα ριζοσπαστικοποιούν(ε) | να ριζοσπαστικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ριζοσπαστικοποίησα | θα ριζοσπαστικοποιήσω | να ριζοσπαστικοποιήσω | ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ριζοσπαστικοποίησες | θα ριζοσπαστικοποιήσεις | να ριζοσπαστικοποιήσεις | ριζοσπαστικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ριζοσπαστικοποίησε | θα ριζοσπαστικοποιήσει | να ριζοσπαστικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ριζοσπαστικοποιήσαμε | θα ριζοσπαστικοποιήσουμε | να ριζοσπαστικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ριζοσπαστικοποιήσατε | θα ριζοσπαστικοποιήσετε | να ριζοσπαστικοποιήσετε | ριζοσπαστικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ριζοσπαστικοποίησαν ριζοσπαστικοποιήσαν(ε) |
θα ριζοσπαστικοποιήσουν(ε) | να ριζοσπαστικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ριζοσπαστικοποιήσει | είχα ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχω ριζοσπαστικοποιήσει | να έχω ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ριζοσπαστικοποιήσει | είχες ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχεις ριζοσπαστικοποιήσει | να έχεις ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ριζοσπαστικοποιήσει | είχε ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχει ριζοσπαστικοποιήσει | να έχει ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ριζοσπαστικοποιήσει | είχαμε ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχουμε ριζοσπαστικοποιήσει | να έχουμε ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ριζοσπαστικοποιήσει | είχατε ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχετε ριζοσπαστικοποιήσει | να έχετε ριζοσπαστικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ριζοσπαστικοποιήσει | είχαν ριζοσπαστικοποιήσει | θα έχουν ριζοσπαστικοποιήσει | να έχουν ριζοσπαστικοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
ριζοσπαστικοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.